- άγναντος
- -η, -ο, [αγνάντια]ορατός από παντού, περίοπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγνάντια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 411 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων. * * * και αγνάντι επίρρ. απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > *ταϊνάντια > *ταjνάντια… … Dictionary of Greek